- ὡραιόκαρπος
- ὡραιό-καρπος, ον,A with ripe or timely fruit, Tz.H.4.691.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωραιόκαρπος — ον, Μ (για δένδρο) αυτός που έχει ώριμο καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + καρπός] … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek